- νηπιοβαπτισμός
- νηπιοβαπτισμός οкрещение в младенчествеЭтим.< νήπιο + βαπτίζω «младенец + крестить»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
νηπιοβαπτισμός — ο εκκλ. η τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος σε νηπιακή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + βαπτισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Π. Ρομπότη] … Dictionary of Greek
βαφτιστής — και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής) 1. αυτός που βαφτίζει κάποιον 2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου») νεοελλ. Βαπτιστές, οι ονομασία… … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιοβάπτισμα — το ο νηπιοβαπτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + βάπτισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Κοντογόνη] … Dictionary of Greek